κενότης

κενότης
κενότης, ητος, ,
A emptiness, Pl.R.585b, Ti.58b, Thphr.Sens.54; vanity, Phld.D.1.17;

εἰς κενότητας ἄν μοι ὁ λόγος ἐξέπιπτε D.H.Is.20

;

κ. σφυγμοῦ Agathin.

ap. Gal.8.936; cf. κενεότης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κενότης — emptiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — κενότης emptiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητας — κενότης emptiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητι — κενότης emptiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητος — κενότης emptiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”